- υπερτίθημι
- ΜΑ [τίθημι]μσν.(μόνον μέσ.) ὑπερτίθεμαιαναβάλλομαιαρχ.1. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο2. τοποθετώ κάτι σε άλλη μεριά, τό μεταφέρω3. κοινοποιώ, ανακοινώνω4. (για χρονικό διάστημα) διαρκώ πέρα από ένα ορισμένο χρονικό σημείο, τό υπερβαίνω («τὰ γὰρ τετταράκοντα ἔτη σπανίως ὑπερτιθέασιν», Στράβ.)5. περνώ πάνω από έναν τόπο6. μτφ. αποδίδω σε κάποιον πολύ μεγάλη ισχύ, δύναμη («παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν», Πίνδ.)7. μέσ. α) τοποθετώ κάτι πάνω από κάποιον προκειμένου να τόν προστατεύσωβ) κοινοποιώ κάτι σε κάποιον προκειμένου να μέ συμβουλέψειγ) παραπέμπω («ὑπερτίθεσθαι τὸ διαβούλιον ἐπὶ τὴν σύγκλητον», Πολ.)δ) υπερτερώ σε κάτι συγκριτικά με άλλονε) παρατείνω τον χρόνο, αναβάλλωστ) παραβλέπωζ) παραλείπωη) γραμμ. σχηματίζομαι ως υπερθετικό ενός τύπουθ) (για προφορά) μεταβάλλομαι8. (αμτβ.) επιβραδύνω, αργοπορώ9. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπερθήσειοἰκοδομήσει»10. φρ. «ὑπερτίθεμαι τὴν ἄκραν» — πλέω γύρω από ακρωτήρι (Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.